- ιασμέλαιο
- τοαιθέριο έλαιο που βγαίνει από το γιασεμί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιασμέλαιο — το (Α ἰασμέλαιον) το αιθέριο έλαιο τού γιασεμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάσμη + έλαιον] … Dictionary of Greek
ιάσμη — ἡ (Α ἰάσμη) 1. το φυτό ίασμος, γιασεμί 2. το ιασμέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως (πρβλ. μσν. περσ. yāsman, νέο περσ. yāsaman, yāsam, yāsamin)] … Dictionary of Greek
ιάσμινος — η, ο (Α ἰάσμινος, ον, θηλ. και Ιασμίνη) [ιάσμη] 1. αυτός που λαμβάνεται από την ιάσμη 2. το ουδ. ως ουσ. το ιάσμινο(ν) το ιασμέλαιο … Dictionary of Greek